ῥαντήριος

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαντήριος Medium diacritics: ῥαντήριος Low diacritics: ραντήριος Capitals: ΡΑΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: rhantḗrios Transliteration B: rhantērios Transliteration C: rantirios Beta Code: r(anth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A of or for sprinkling, πέδον ῥ. besprinkled, reeking, with blood, A.Ag.1092; Pors. read πέδου ῥαντήριον (as Subst.) defilement; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. πεδορραντήριον.    II ῥαντήριον, τό,= περιρραντήριον, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 834] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; πέδον ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντήριος: -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, πέδον ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), μολυσμός· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: πεδορραντήριον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
arrosé, mouillé.
Étymologie: ῥαίνω.

Greek Monolingual

-ον, Α ῥαντήρ·1. αυτός στον οποίο γίνεται ραντισμόςπέδον ῥαντήριον», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαντήριον
το περιρραντήριο.