ῥέγκω
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
A snore, A.Eu.53, Eup. 267, Ar.Nu.5, al.; of horses, snort, E.Rh.785; of a dolphin asleep, Arist.HA537b3, 566b15:—in Ar.Eq.115 also in Med. ῥέγκεται, but (as Sch. observes) only to balance πέρδεται; but cf. ll. cc. infr.—The form ῥέγχω occurs in Hp.Aph.6.51, Arist. ll. cc., Men.Mon.711, Herod.8.2, LXX Jn.1.5,6, Orph.Fr.148: Med., τῆς πλευρᾶς ῥέγχομαι I am wheezing from my lung, POxy.1414.26 (iii A.D.), cf. AP11.343.
German (Pape)
[Seite 837] schnarchen; ῥέγκουσι δ' οὐ πλαστοῖσι φυσιάμασιν, Aesch. Eum. 53; Ar. Nub. 5. 11 u. öfter, auch med., Equ. 115; von Pferden, schnauben, θυμὸν ἐξ ἀντηρίδων ἔρεγκον, Eur. Rhes. 785; Sp., wie Luc. Cont. 1 u. öfter; nach den alten Gramm. altattische Form für ῥέγχω (s. unten). Es ist ein Ouomatopoectikon.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέγκω: μέλλ. ῥέγξω, ῥέγχω, «ῥοχαλίζω», Λατ. sterto, Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, Ἀριστοφ. Νεφ. 5, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἵππων, φυσῶ, φρυάττομαι, Εὐρ. Ρῆσ. 785· ἐπὶ δελφῖνος κοιμωμένου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 11., 6. 12, 4· - ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 115, ὡσαύτως ὡς ἀποθ. ῥέγκεται, ἀλλ’ (ὡς ὁ Σχολ. παρατηρεῖ) ἐτέθη οὕτως ὅπως ᾖ ὁμοιοκατάληκτον τῷ πέρδεται· ἀλλ’ ἴδε Ἀνθ. Π. 11. 343. - Ὁ τύπος ῥέγχω ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1258, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 711, πρβλ. ῥέγκος. (Ἐντεῦθεν ῥέγκος ἢ ῥέγχος, ῥογκιάω, καὶ ἴσως ὡσαύτως ῥύζω, ῥύγχος).
French (Bailly abrégé)
f. ῥέγξω, ao. ἔρρεγξα, pf. inus.
ronfler.
Étymologie: onomat.
Greek Monolingual
Α
βλ. ῥέγχω.