σιχαίνομαι

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

σικχαίνομαι ΝΑ, και σιχαίνουμαι και συχαίνομαι Ν, και ενεργ. τ. σικχαίνω Α
1. νιώθω έντονη αποστροφή και αηδία για κάποιον ή για κάτι (α. «σιχαίνουμαι να τή θωρώ την άσχημή σου μούρη», δημ. τραγούδι
β. «σικχαίνω πάντα τά δημόσια», Καλλ.)
2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) σιχαμένος, -η, -ο
αυτός που προκαλεί έντονη αποστροφή και αηδία, σιχαμερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σικχός «δύσκολος, σιχασιάρης, αηδιαστικός». Ο νεοελλ. τ. σιχαίνομαι με ανομοιωτική αποβολή του -κ- (πρβλ. ζάχαρη: σάκχαρον)].