σιχαίνομαι
Greek Monolingual
σικχαίνομαι ΝΑ, και σιχαίνουμαι και συχαίνομαι Ν, και ενεργ. τ. σικχαίνω Α
1. νιώθω έντονη αποστροφή και αηδία για κάποιον ή για κάτι (α. «σιχαίνουμαι να τή θωρώ την άσχημή σου μούρη», δημ. τραγούδι
β. «σικχαίνω πάντα τά δημόσια», Καλλ.)
2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) σιχαμένος, -η, -ο
αυτός που προκαλεί έντονη αποστροφή και αηδία, σιχαμερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σικχός «δύσκολος, σιχασιάρης, αηδιαστικός». Ο νεοελλ. τ. σιχαίνομαι με ανομοιωτική αποβολή του -κ- (πρβλ. ζάχαρη: σάκχαρον)].