σκληρυντικός

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρυντικός Medium diacritics: σκληρυντικός Low diacritics: σκληρυντικός Capitals: ΣΚΛΗΡΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sklēryntikós Transliteration B: sklēryntikos Transliteration C: skliryntikos Beta Code: sklhruntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hardening, Dsc.1.39, Gal.11.710.

German (Pape)

[Seite 901] hart machend, verhärtend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρυντικός: -ή, -όν, ὁ σκληρύνων, Ἰατρ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκληρυντικός, -ή, -όν, ΝΑ σκληρύνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκλήρυνση και, κυρίως, αυτός που συντελεί στη σκλήρυνση
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός ιστού που υπέστη σκλήρυνση ως συνέπεια παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων.