συναληθεύω

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰληθεύω Medium diacritics: συναληθεύω Low diacritics: συναληθεύω Capitals: ΣΥΝΑΛΗΘΕΥΩ
Transliteration A: synalētheúō Transliteration B: synalētheuō Transliteration C: synalitheyo Beta Code: sunalhqeu/w

English (LSJ)

   A to be true together, Arist.Int.19b36, cf. Gal.7.838.    II join in seeking or speaking the truth, Plu.2.53b.

German (Pape)

[Seite 998] mit oder zugleich die Wahrheit reden; Arist. hermeneut. 10; Plut. discr. ad. et amic. 11.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰληθεύω: ληθεύω ὁμοῦ, οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10. 5. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ λέγω ἢ ζητῶ τὴν ἀλήθειαν, Πλούτ. 2. 53Β.

French (Bailly abrégé)

dire également la vérité.
Étymologie: σύν, ἀληθεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(λογ.) (για κρίσεις) αληθεύω συγχρόνως ή επίσης (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν», Αριστοτ.)
μσν.
λέω κι εγώ την αλήθεια («Ἰώσηπον... ταῑς θείαις συναληθεύοντα γραφαῑς», Ευσ.)
αρχ.
αναζητώ την αλήθεια από κοινού με άλλον.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(λογ.) (για κρίσεις) αληθεύω συγχρόνως ή επίσης (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν», Αριστοτ.)
μσν.
λέω κι εγώ την αλήθεια («Ἰώσηπον... ταῑς θείαις συναληθεύοντα γραφαῑς», Ευσ.)
αρχ.
αναζητώ την αλήθεια από κοινού με άλλον.