φάλκης
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ου, ὁ, part of a ship,
A rib, acc. to Poll.1.85,86 τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον. (Cf. ἐμφαλκόομαι.)
German (Pape)
[Seite 1253] ὁ, auch φάλκις u. φόλκις, ὁ, ein Stück am Schiffe, nach Poll. 1, 85. 86 u. a. VLL. τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον, Planken, Balken, wahrscheinlich = φάλαγξ; vgl. Buttm. Lexil. I p. 246.
Greek (Liddell-Scott)
φάλκης: -ου, ὁ, κεκαμμένον ξύλον ἐκ τῶν πρὸς ναυπηγίαν χρησίμων, πλευρά, κατὰ τὸν Πολυδ., τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον, τούτου δὲ τὸ ἐσωτερικὸν μέρος ἐκαλεῖτο ἐφολκὶς ἢ ῥινωτηρία.
(Πρβλ. ἐμφαλκόω, φόλκος· Λατ. falx, καὶ ἴσως falcio, falco· τὸ Ἀρχ. Γερμ. balco (balk) ἔπρεπε κατὰ τὸν κανόνα νὰ ἦτο balbo ἢ balgo).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. το σύνολο τών τεμαχίων τα οποία ενώνονται μεταξύ τους και μαζί με την στείρα σχηματίζουν το προεξέχον τμήμα της πλώρης τών ιστιοφόρων σκαφών και μερικών ατμοπλοίων το οποίο σχίζει το νερό κατά τον πλου, κν. ταλιαμάς
αρχ.
1. ναυτ. ξύλο καρφωμένο στην τρόπιδα του πλοίου
2. ως κύριο όν. ό Φάλκης
Ηρακλείδης, βασιλιάς της Σπάρτης, γιος του Τημένου, αδελφός της Υρνηθούς, του Κείσου, του Κερύνη και του Αργαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Έχουν προταθεί οι συνδέσεις του τ. με την λ. φάλαγξ ή με τα λατ. falx «δρεπάνι» και flecto «κάμπτω, λυγίζω»].