φέσι

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. (σε διάφορες μουσουλμανικές χώρες) είδος καλύμματος της κεφαλής, χωρίς γείσο, από μάλλινο ύφασμα κόκκινου συνήθως χρώματος, με ή χωρίς φούντα στο επάνω μέρος του, που παρουσιάζει μεγάλη κατά τόπους ποικιλία σχημάτων
2. σκούφος τών Ελλήνων ευζώνων, φάριο
3. μτφ. ανεξόφλητο χρέος
4. φρ. α) «έγινε φέσι» — μέθυσε πολύ
β) «είναι φέσι» — πρόκειται για κάτι το ψεύτικο ή αποτυχημένο ή ανάξιο λόγου
γ) «έβαλε φέσι» — δανείστηκε χρήματα χωρίς να τά επιστρέψει ή με σκοπό να μην τα επιστρέψει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fes < Fez, πόλη του Μαρόκου].