συσσίτιο
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
Greek Monolingual
το / συσσίτιον, ΝΜΑ σύσσιτος
κοινή σίτηση, κοινό γεύμα ή κοινό δείπνο
νεοελλ.
1. το φαγητό τών στρατιωτών
2. μερίδα φαγητού που δίνεται σε άπορα άτομα από διάφορα φιλανθρωπικά ή κρατικά ιδρύματα
αρχ.
1. το μέρος όπου συντρώγουν πολλά άτομα, αίθουσα κοινού γεύματος ή κοινού δείπνου
2. συντροφιά, παρέα.