σχίζα

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχίζα Medium diacritics: σχίζα Low diacritics: σχίζα Capitals: ΣΧΙΖΑ
Transliteration A: schíza Transliteration B: schiza Transliteration C: schiza Beta Code: sxi/za

English (LSJ)

ης, ἡ, (σχίζω)

   A piece of wood cut off, lath, splinter, σχίζῃ δρυός Od.14.425, cf. Ar.Pax 1032: pl., wood cleft small, esp. firewood, καῖε δ' ἐπὶ σχίζῃς [τοὺς μηρούς] Il.1.462, cf. PCair.Zen.191.5 (iii B.C.), IG 22.1366.11; τὰ μὲν . . σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον Il.2.425.    2 shaft, dart, LXX 1 Ki.20.20 sq., 1 Ma.10.80, AP6.282 (Theod.); so σχίζαι εἰς βέλη καταπαλτῶν IG22.1629.996.

German (Pape)

[Seite 1056] ἡ, ion. σχίζη, kleingespaltenes Holz, bes. zum Kochen, Braten, beim Opfern, καῖε δ' ἐπὶ σχίζῃς Il. 1, 462, τὰ μὲν ἂρ σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον, 2, 425; Ar. Pax 989. 996; übh. ein Scheit, Stück Holz, Od. 14, 425, wo es zum Tödten des Schweines gebraucht wird; auch wie σχίδη, σχίδαξ, σχῖδος, Splitter, Spleiß, u., nach dem von solchen Scheiten gemachten Gebrauche, Schindel, Fackel, Pfeil, LXX. u. a. Sp. – Spaltung, Trennung, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

σχίζα: Ἰων. σχίζη, ης, ἡ, (σχίζω) τεμάχιον ἐσχισμένου ξύλου, κοινῶς «σκίζα» ὡς τὸ σχίδαξ. Λατ. cindula, σχίζῃ δρυὸς Ὀδ. Ξ. 425, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1032· ἐν τῷ πληθ., ξύλα ἐσχισμένα εἰς μικρὰ τεμάχια, μάλιστα καυσόξυλα. καῖε δ’ ἐπὶ σχίζῃς [τοὺς μηροὺς] Ἰλ. Α. 462, Ὀδ. Γ. 459· τὰ μέν... σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον Ἰλ. Β 425. 2) βέλος Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Κ΄, 20 κἑξ.), πρβλ. Ἀνθολ. Π. 6. 282 δόρυ, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Ι΄, 80)· οὕτω σχίζαι εἰς βέλη καταπαλτῶν Böckh Urkunden σ. 446. ΙΙ. σχίσμα, διάσχισις, διαχωρισμός, ὁδῶν Συνέσ. 91C.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
éclat de bois, copeau.
Étymologie: σχίζω.

English (Autenrieth)

split wood; δρυός, oaken billet, Od. 14.425.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σκίζα Ν, και ιων. τ. σχίζη Α
1. απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι (α. «κόψε σχίζες για το τζάκι» β. «κόψε δ' ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός, ἣν λίπε καίων», Ομ. Οδ.)
2. τεμάχιο ξύλου που με την καύση του παρέχεται φωτισμός
μσν.-αρχ.
διαχωρισμός οδών
αρχ.
1. βέλος
2. (ιδίως στον πληθ.) αἱ σχίζαι
τα καυσόξυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίδ- < θ. σχιδ- του σχίζω].