κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
ο, θηλ. τουρίστρια, η, Ν
περιηγητής, άτομο που επισκέπτεται για σύντομο χρονικό διάστημα και για αναψυχή και ανάπαυση έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tourist (βλ. τουρισμός)].