σχινδάλαμος

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχινδάλᾰμος Medium diacritics: σχινδάλαμος Low diacritics: σχινδάλαμος Capitals: ΣΧΙΝΔΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: schindálamos Transliteration B: schindalamos Transliteration C: schindalamos Beta Code: sxinda/lamos

English (LSJ)

σχιζο-αλμός, ὁ, Att. for σκινδάλαμος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, att. statt σκινδάλαμος, = Folgendem, Ar. Nubb. 131 Ran. 878.

Greek Monolingual

και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α
1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα
2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα
β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω.