τριβωνεύομαι

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβωνεύομαι Medium diacritics: τριβωνεύομαι Low diacritics: τριβωνεύομαι Capitals: ΤΡΙΒΩΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: tribōneúomai Transliteration B: tribōneuomai Transliteration C: trivoneyomai Beta Code: tribwneu/omai

English (LSJ)

   A practise roguery, or put off, delay, Antipho Fr.33.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβωνεύομαι: ἀποθετ., «τριβωνευόμενοι: Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ Λινδίων φόρου· ἤτοι ἀντὶ τοῦ τριβὰς ἐμποιοῦντες, ἢ ἀντὶ τοῦ τεχνάζοντες, ἀπὸ τοῦ τρίβωνες εἶναι πραγμάτων» Ἁρποκρ., πρβλ. Φώτ. καὶ Σουΐδ.

Greek Monolingual

Α τρίβων
είμαι πανούργος, μεταχειρίζομαι πανουργίες και τεχνάσματα ή χρονοτριβώ, αναβάλλω.