τονίζω
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
A furnish with an accent, Troil.Proll.Hermog.ap.Rh.6.45 W., Cod.Vat. 1751 in AB1169 (note), Gloss.
German (Pape)
[Seite 1127] betonen, mit einem Tonzeichen, Accent versehen, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τονίζω: ὡς καὶ νῦν, ἐπιτίθημι τόνον, στίζων ἢ τονίζων Ρήτορες (Walz) τ. 6, σ. 45, 26, Α. Β. 1169 σημ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ τόνος
βάζω τόνο σε μια συλλαβή
νεοελλ.
1. μουσ. μελοποιώ
2. μτφ. α) εκφέρω κάτι έντονα («τόνισε τα τελευταία του λόγια»)
β) υποδεικνύω κάτι με έμφαση, εφιστώ την προσοχή κάποιου σε κάτι, υπογραμμίζω («του τόνισα να είναι προσεκτικός»).