ὑπομνηματίζω

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

German (Pape)

[Seite 1226] zur Erinnerung, zum Andenken aufschreiben, ins Gedenkbuch eintragen, τί, auch im med., Pol. 5, 33, 5 u. Sp. – Med. ὑπομνηματίζεσθαί τινα, einen Schriftsteller erklären, bes. einen Commentar über ihn schreiben, οἱ ὑπομνηματισάμενοι, die Commentatoren, Gramm., wie Apoll. Dysc. de synt. p. 156; περὶ ὕψους Longin. 1.

Greek Monolingual

ὑπομνηματίζω, ΝΑ ὑπόμνημα, -ατος]
συντάσσω ερμηνευτικές σημειώσεις σε κείμενα συγγραφέων, σχολιάζω
αρχ.
(κυρίως μέσ. και παθ.) ὑπομνηματίζομαι
α) συγγράφω απομνημονεύματα («τὰ δ' ἐν τῷ περὶ ψυχῆς διαλόγῳ ῥηθέντα κατ' ἰδίαν ὑπομνηματισάμενός σοι παρέξομαι», Πλούτ.)
β) εκθέτω εγγράφως
γ) γράφω από μνήμης σημειώσεις σχετικά με γεγονότα, με συμβάντα («οἱ τὰ κατὰ καιροὺς ἐν ταῑς χρονογραφίαις ὑπομνηματιζόμενοι», Πολ.)
δ) συγγράφω ερμηνευτικά σχόλια σε σύγγραμμα, ερμηνεύω, σχολιάζω
ε) συντάσσω πραγματεία σχετικά με ένα θέμα («περὶ τῶν ἐν τοῑς Πυρρωνείοις ὑπομνηματιζόμενοι διεξῄειμεν», Σέξτ. Εμπ.).