ταλαντοῦχος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαντοῦχος Medium diacritics: ταλαντοῦχος Low diacritics: ταλαντούχος Capitals: ΤΑΛΑΝΤΟΥΧΟΣ
Transliteration A: talantoûchos Transliteration B: talantouchos Transliteration C: talantoychos Beta Code: talantou=xos

English (LSJ)

ον, (ἔχω)

   A holding the balance: metaph., Ἄρης τ. ἐν μάχῃ he who holds the scale in battle, A.Ag.439 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1065] die Waage haltend u. abwägend; Ἄρης ταλ. ἐν μάχῃ, der das Kriegsglück in der Schlacht zuwägt, Aesch. Ag. 450.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαντοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὰ τάλαντα, τὰς πλάστιγγας, μεταφ., Ἄρης ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορός, ὁ μετατρέπων ἢ ὁρίζων τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 439 (ἔνθα ἡ γεν. δορὸς ἀνήκει εἰς τὸ μάχῃ, οὐχὶ εἰς τὸ ταλ-.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui tient la balance.
Étymologie: τάλαντον, ἔχω.

Greek Monolingual

-α, -ο / ταλαντοῡχος, -ον, ΝΑ, θηλ. και ταλαντούχος Ν
νεοελλ.
1. βαθύπλουτος
2. ο προικισμένος με ταλέντοταλαντούχος ηθοποιός»)
αρχ.
μτφ. αυτός που κρατά τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς («Ἄρης... ταλαντοῡχος ἐν μάχῃ δορός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον + -οῦχος].