ταχυδρομικός

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. και ταχυδρομικός, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο (α. «ταχυδρομικό κατάστημα» β. «ταχυδρομικός υπάλληλος»)
2. αυτός που αποστέλλεται με το ταχυδρομείο («ταχυδρομική επιταγή» — χρηματικό έμβασμα που διαβιβάζεται με το ταχυδρομείο)
3. αυτός που διενεργείται από το ταχυδρομείο («ταχυδρομική μεταφορά»)
4. αυτός διά μέσου του οποίου μεταφέρεται το ταχυδρομείο (α. «ταχυδρομική άμαξα» β. «ταχυδρομικό περιστέρι»)
5. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η ταχυδρομικός
υπάλληλος του ταχυδρομείου
6. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ταχυδρομικά
τα τέλη που πληρώνει κανείς για την αποστολή ενός αντικειμένου με το ταχυδρομείο
7. φρ. α) «ταχυδρομικό ταμιευτήριο» — βλ. ταμιευτήριο
β) «ταχυδρομικό σύστημα» — ο, σχεδόν πάντοτε υπό τον έλεγχο του δημοσίου, θεσμός ο οποίος επιτρέπει σε κάθε άνθρωπο να στέλνει ένα γράμμα ή δέμα σε οποιονδήποτε παραλήπτη, στη χώρα του ή στο εξωτερικό, με την προσδοκία ότι αυτό θα διαβιβαστεί σύμφωνα με προκαθορισμένα χαρακτηριστικά ταχύτητας, τακτικότητας και ασφάλειας
γ) «ταχυδρομική διεύθυνση» — το σύνολο τών στοιχείων που πρέπει να αναγράφονται σε ένα ταχυδρομικό αντικείμενο ώστε αυτό να φτάσει στον παραλήπτη με ταχύτητα και ακρίβεια, όπως είναι το όνομα του παραλήπτη, η διεύθυνση, ο τόπος προορισμού και η χώρα προορισμού
δ) «ταχυδρομικός διανομέας» — υπάλληλος του ταχυδρομείου που διανέμει την ταχυδρομική αλληλογραφία
ε) «ταχυδρομικό πλοίο» — παλαιά ονομασία για το επιβατηγό πλοίο που ήταν επιφορτισμένο και με τη μεταφορά αλληλογραφίας
στ) «ταχυδρομικό κέρας»
μουσ. πνευστό μουσικό όργανο από μέταλλο, μέλος της οικογένειας του κόρνου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε πολύ από τον Μπαχ και τον Μότσαρτ.
επίρρ...
ταχυδρομικώς και ταχυδρομικά Ν
με το ταχυδρομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυδρόμος + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλ. Παπαδόπουλο].