Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: τετράετα | Medium diacritics: τετράετα | Low diacritics: τετράετα | Capitals: ΤΕΤΡΑΕΤΑ |
Transliteration A: tetráeta | Transliteration B: tetraeta | Transliteration C: tetraeta | Beta Code: tetra/eta |
[ᾱ], τά, (ἀετός IV) a form of vaulting, consisting of four triangular surfaces, Arch.Anz.19.8 (Milet.).
τὰ, Α
τύπος αψίδας που αποτελούνταν από τέσσερεις τριγωνικές επιφάνειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀετός «αέτωμα»].