τρυσίππιον

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡσίππιον Medium diacritics: τρυσίππιον Low diacritics: τρυσίππιον Capitals: ΤΡΥΣΙΠΠΙΟΝ
Transliteration A: trysíppion Transliteration B: trysippion Transliteration C: trysippion Beta Code: trusi/ppion

English (LSJ)

τό, (τρύω)

   A a mark branded on the jaw of a horse superannuated in the public service, Eup.318, cf. Zen.4.41: the metre of Eup. shows that τρυσίππειον, as written in Ael.Dion.Fr.311, Poll. 7.186, EM771.16, is incorrect.—The horse was τρύσιππος, ὁ, Theognost.Can.24.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡσίππιον: τό, (τρύω) σημεῖον ὅπερ δι’ ἐγκαύματος ἐποίουν ἐπὶ τῆς γνάθου ἵππου μὴ δυναμένου πλέον ἐκ γήρατος νὰ χρησιμεύσῃ εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 17, πρβλ. Meineke εἰς Κράτητα ἐν «Σαμίοις» 2· ὁ στίχος τοῦ Εὐπόλ. δεικνύει ὅτι ἡ γραφὴ τρυσίππειον, ὡς φέρεται ἐν τῷ Ἀποσπ. Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1517. 9, Πολυδ. Ζ΄, 186, Ἐτυμ. Μεγ. 771, 16, εἶναι πλημμελής. ― Ὁ ἵππος ἐκαλεῖτο τρύσιππος, ὁ, «τρύσιππος ὁ γεγηρακώς ἵππος» Θεογνώστου Κανόνες 24. 23.

Greek Monolingual

και πιθ. τ. τρυσίππειον, τὸ, Α
σημάδι που έκαναν με έγκαυμα στη γνάθο αλόγου που ήταν πια άχρηστο για δημόσια υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τρυσι- (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + ἵππος.