χελύσσω

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

German (Pape)

[Seite 1349] u. poet. χελλύσσω, Lycophr. 727; gew. als dep. med. χελύσσομαι, att. -ύττομαι, fut. χελλύσομαι, Nic. Al. 81; aus der Brust (χέλυς) schwer aufhusten u. auswerfen, Hippocr.; übh. auswerfen, ausspeien.

Greek Monolingual

και επικ τ. χελλύσσω και κατά τον Ησύχ. χελούσσω Α
1. βήχω δυνατά, με απόχρεμψη
2. διασχίζω τα κύματα, κολυμπώ φυσώντας το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος» (πρβλ. και χελούω). Ο τ. χελλύσσω < χελύσσω, με διπλασιασμό του -λ- για μετρικούς λόγους, ενώ ο τ. χελούσσω < χέλους, άλλο τ. του χέλυς.