αεροπέδη
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
Greek Monolingual
η (ή φθορέας spoiler)
(Αερον.) μικρή στενή πλάκα ή σειρά από πλάκες, ή άλλη διάταξη που προεξέχει από την επάνω επιφάνεια της πτέρυγας ή από την άτρακτο του αεροπλάνου και χρησιμεύει για να αυξήσει την οπισθέλκουσα, υποβοηθώντας έτσι την επιβράδυνση του αεροπλάνου. Λέγεται και αερόφρενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + πέδη
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. air brake].