ἀγρέω
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
A = αἱρέω, take, seize, freq. in Aeolic Inscrr. as IG12(2).6.33 (Pass., Lesbos); ἄγρει δ' οἶνον ἐρυθρόν Archil.4.3; τρόμος παῖσαν ἄγρει Sapph.2.14, cf. Thgn.294; ἀγρεῖ πόλιν captures, A.Ag.126 (lyr.); of fishing, AP6.304 (Phanias); in prescriptions, ἄγρει, take! Nic.Th.534, al. II Hom. only in imper. ἄγρει, prop take it!, hence, comeon! ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην Il.5.765, cf. A.R.1.487; pl., ἀγρεῖτε (ἄγρειτε An. Ox.1.71) Od.20.149. Cf. ἄργειτε.
German (Pape)
[Seite 22] (= ἀγρεύω, αἱρέω), jagen, fangen, χρόνῳ ἀγρεῖ πόλιν Aesch. Ag. 125; ἀγρεῖς μορμύρον Phani. 7 (VI, 304). Sonst nur imper-praes., ἄγρει δ' οἶνον ἐρυθρόν Archil. ftg. 49, nimm den Wein. Bei Hom. wird ἄγρει eine förmliche Interjection, wohlan, so daß immer noch ein anderer imperat. folgt: ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην Il. 5, 765, vgl. 7, 459. 11, 512. 14, 271 Od. 21, 176. Der plur. ἀγρεῖτε ebenso Od. 20, 149; also ganz wie ἄγε, ἄγετε. So auch Sp. Ep., z. B. Ap. Rh. 1, 487.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρέω: ποιητ. τύπ. τοῦ προηγ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., ἀλλὰ σπανίως ἐν τῇ κυριολεκτικῇ σημασίᾳ· ἄγρει δ’ οἶνον ἐρυθρόν, ζήτησον..., Ἀρχίλ. 5. 3· τρόμος πᾶσαν ἀγρεῖ, καταλαμβάνει, Σαπφ. 2. 14, πρβλ. Θέογν. 294· ἀγρεῖ πόλιν, κυριεύει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 126 (λυρ.), ἐπὶ τοῦ ἁλιεύειν, ἀγρεῖς, Ἀνθ. Π. 6. 304. ΙΙ. παρ’ Ὁμήρῳ μόνον κατὰ προστακτ. ἄγρει = ἄγε, ἔλα, ἐμπρός! ἄγρει μάν οἱ ἔπερσον Ἀθηναίην, Ἰλ. Ε. 765· οὕτως, ἀγρεῖτε, Ὀδ. Υ. 149· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
1 s’emparer de;
2 impér. hom. ἄγρει IL, ἀγρεῖτε OD allons ! vite ! ἄγρει μάν IL eh bien, soit !.
Étymologie: ἄγρα.
Spanish (DGE)
I 1coger, apoderarse de, atrapar τρόμος παῖσαν ἄγρει un temblor se apodera de mí toda Sapph.31.14, πόλιν A.A.126, μορμύρον atrapar, pescar un besugo, AP 6.304 (Phan.), cf. ἤγρηνται· ᾕρηνται Hsch.
•οἱ ἀγρεθέντες ἄνδρες los hombres escogidos, SEG 36.752.33 (Mitilene IV a.C.)
•en imperat. coge, toma ἄγρει δ' οἶνον ... ἀπὸ τρυγός Archil.11.8
•en recetas tómese Nic.Th.534.
2 en v. med. estar de acuerdo Hsch.α 778.
II como interj. en ép. ἄγρει ea, Il.5.765, 14.271, Od.21.176, plu. ἀγρεῖθ' Od.20.149. • DMic.: a-ke-re-se.
• Etimología: Al igual que ἀγείρω deriv. de la raíz *H2eg- mediante el suf. *r-, lo que supone un sentido de ‘reunir’, ‘traer’ del que derivará el de ‘cazar’, cf. ἄγρα. v. más datos de esta raíz s.u. ἄγω y ἀγρός.
Greek Monotonic
ἀγρέω: ποιητ. τύπος του προηγ., μόνο στον ενεστ.·
I. συλλαμβάνω, κυριεύω, σε Σαπφώ, σε Αισχύλ.
II. προστ. ἄγρει = ἄγε, έλα! έλα εμπρός! σε Ομήρ. Ιλ.· με την ίδια σημασία, ἀγρεῖτε, σε Ομήρ. Οδ.