ἀγαστός

From LSJ
Revision as of 17:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαστός Medium diacritics: ἀγαστός Low diacritics: αγαστός Capitals: ΑΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: agastós Transliteration B: agastos Transliteration C: agastos Beta Code: a)gasto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἄγαμαι) later form of Hom. ἀγητός,

   A admirable, A.Fr.268; οὐκέτι μοι βίος ἀ. E.Hec.168; ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀ. X.HG2.3.56, cf. An.1.9.24, Plu.Aem.22, Procop.Aed.1.4. Adv. -τῶς, prob. in S.Ichn.243, cf. X.Ages.1.24. (Pure Att. θαυμαστός.)

German (Pape)

[Seite 9] adj. verb. zu ἄγαμαι, bewundernswürdig. Ggstz. οὐ θαυμαστόν Xen. Anab. 1, 9, 24; μεμπτόν Plut. Cat. mai. 24; verb. mit τίμιος Plat. Leag. VII, 868 c. – Adv. ἀγαστῶς, Xen. Ages. 1, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαστός: -ή, -όν, (ἄγαμαι) ἄξιος θαυμασμοῦ, μεταγ. τύπος τοῦ Ὁμηρ. ἀγητός, θαυμαστός, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 265· οὐκέτι μοι βίος ἀγ. Εὐρ. Ἑκ. 169· ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56, πρβλ. Ἀν. 1. 9, 24, Οἰκ. 11. 19, Ἱππ. 11. 9, συχνὰ παρὰ Πλουτ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ξεν. Ἀγησ. 1. 24. - Παρ’ ἄλλοις Ἀττ. συγγραφ. ἡ λ. θαυμαστὸς προτιμᾶται.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’admiration.
Étymologie: ἄγαμαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Prosodia: [ᾰ-]
1 admirable, maravilloso A.Fr.268, οὐκέτι μοι βίος ἀ. ya no me gusta la vida E.Hec.168, cf. Pl.Lg.808c, ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγαστόν X.HG 2.3.56, cf. An.1.9.25, ἀ. θεοῖς Pl.Smp.197d, πᾶσι γὰρ ἀ. admirado por todos Plu.Aem.22, cf. Procop.Aed.1.4.8, Synes.Regn.17 (p.40), ἀγαστὸν πάθος maravillosa, deleitable sensación S.E.P.3.184.
2 adv. -ῶς admirable, maravillosamente ἀ. ἐγάρυσε θέσπιν αὐδάν S.Fr.314.249 (cj.), cf. X.Ages.1.24.

Greek Monotonic

ἀγαστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἄγαμαι, αυτός που δικαιούται το θαυμασμό· μεταγεν. τύπος του Ομηρ. ἀγητός, αξιοθαύμαστος, έξοχος, σε Ευρ., Ξεν.· επίρρ. ἀγαστῶς, στον ίδ.