αἴνυμαι

From LSJ
Revision as of 17:21, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴνυμαι Medium diacritics: αἴνυμαι Low diacritics: αίνυμαι Capitals: ΑΙΝΥΜΑΙ
Transliteration A: aínymai Transliteration B: ainymai Transliteration C: ainymai Beta Code: ai)/numai

English (LSJ)

poet. Verb, only in pres. and impf. without augm.:—

   A take, αἴνυτο τεύχε' ἀπ' ὤμων Il.11.580, 13.550; ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον Od.21.53; χεῖρας αἰνύμεναι taking hold of, 22.500: c. gen. partit., τυρῶν αἰνυμένους 9.225: metaph., ἀλλά μ' Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται a longing seizes me for him, 14.144, cf. Hes.Sc.41; enjoy, feed on, καρπόν Simon.5.17. (Root αἰ-, as in ἔξ-αι-τος.)

Greek (Liddell-Scott)

αἴνυμαι: ποιητ. ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατατ. ἄνευ αὐξήσεως· πρβλ. ἀπαίνυμαι. Λαμβάνω, αἴνυτο τεύχε᾿ ἀπ᾿ ὤμων, Ἰλ. Λ. 580, Ν. 550· ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον, Ὀδ. Φ. 53· χεῖρας αἰνύμενοι = λαμβάνοντες τὰς χεῖρας, Χ. 500· μ. γεν. μεριστ., τυρῶν αἰνυμένους = λαμβάνοντας ἐκ τῶν τυρῶν, Ι. 225: ‒ μεταφ., ἀλλὰ μ᾿ Ὀδυσῆος πόθος μ᾿ αἴνυται = μὲ καταλαμβάνει πόθος δι᾿ αὐτόν, Ξ. 144. Ἡσ. Ἀσπ. 41· ὡσαύτως, ἀπολαύω, τρέφομαι ἐκ... καρπόν, Σιμων. 5. 17.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
prendre, s’emparer de, acc. ; avec un gén. part. prendre possession.
Étymologie: DELG tokh-B ai-, donner.

English (Autenrieth)

only pres., and ipf. αἴνυτο: take; met. πόθος αἴνυται, ‘I am seized withlonging, Od. 14.144.

Spanish (DGE)

(αἴνῠμαι) 1 gener. coger, tomar c. ac. ἄλλον ὀϊστόν Il.15.459, χεῖρας Od.22.500, δεσμὸν βοὸς αἴ. χερσίν Hes.Fr.272
agarrar κουρὶξ αἰνυμένους Call.Fr.772
de alimentos tomar, servirse c. gen. τυρῶν αἰνύμενοι φάγομεν Od.9.232, cf. abs. ὄφρα οἱ εἴη πίνειν αἰνυμένῳ Od.9.249
c. ac. tomar, comer καρπόν Simon.37.25, δόρπον Theoc.24.139
fig. del sol chupar ἀζαλέοιο βολαῖς τόσον ἠελίοιο ἰκμάδας αἰνυμένου con los rayos del cruel sol que chupa toda substancia húmeda A.R.4.680.
2 c. ac. y ἀπό c. gen. quitar τεύχε' ἀπ' ὤμων Il.11.580, ἀπὸ πασσάλου ... τόξον Od.21.53, χρύσειον ἀπὸ δρυὸς ... κῶας A.R.4.162.
3 fig. de sentimientos apoderarse c. ac. μ' Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται Od.14.144, cf. Hes.Sc.41, ἔρος αἴνυτο θυμόν h.Merc.434. • DMic.: a3-nu-me-no.

• Etimología: De *H3eH- que en grado cero con silabación *H3°-H°- da *ai-, cf. toc. B ai- ‘dar’, het. p-ai- ‘dar’; c. silabación *H3H°- da *i-, cf. ai. inoti, gr. ἴσσασθαι; c. grado pleno y silabación *H3e-H°- > *oi- en gr. οἶτος.

Greek Monotonic

αἴνυμαι: αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. χωρίς αύξηση· παίρνω, λαμβάνω, αποσπώ, αφαιρώ, κυριαρχώ, σε Όμηρ.· με γεν. του διαιρεμένου όλου, τυρῶν αἰνυμένους, λαμβάνοντας μέρος απ' τα τυριά, σε Ομήρ. Οδ.