αἰπεινός

From LSJ
Revision as of 17:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰπεινός Medium diacritics: αἰπεινός Low diacritics: αιπεινός Capitals: ΑΙΠΕΙΝΟΣ
Transliteration A: aipeinós Transliteration B: aipeinos Transliteration C: aipeinos Beta Code: ai)peino/s

English (LSJ)

ή, όν, (αἰπύς) poet. Adj.

   A high, lofty, of cities on heights, Ἴλιον Il.9.419, al., cf. A.Fr.284, S.Tr.858 (lyr.), Ph.1000; αἰθήρ B. 8.34; of Delphi, μαντεῖα E.Ion739; of mountain-tops, κάρηνα Il.2.869, Od.6.123.    II metaph.,    1 αἰ. λόγοι hasty, wicked words, Pi.N.5.32.    2 hard to reach, σοφίαι μὲν αἰ. Id.O.9.108.

Greek (Liddell-Scott)

αἰπεινός: -ή, -όν, (αἰπὺς) ποιητ. ἐπίθ. ὑψηλός, ἐπηρμένος, ἐπὶ πόλεων ὑψηλὰ κειμένων, Ὁμ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 99 b. Σοφ. Τρ. 858, Φ.1000: - περὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων, Ἰλ. Β. 869, Ὀδ. Ζ. 123. ΙΙ. μεταφ. 1) αἰπεινοὶ λόγοι = ἀπότομοι, ἀπερίσκεπτοι, πονηροὶ λόγοι, Πινδ. Ν. 5. 99, ἔνθα ἴδε τὸν Dissen. 2) δύσκτητος, σοφίαι μὲν αἰπειναί, ὁ αὐτ. Ο. 9.161· αἰπ. μαντεῖα, = δύσκολα, Εὐρ. Ἴων 739.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
haut, élevé.
Étymologie: αἶπος.

English (Autenrieth)

(εσσα), αἰπός: see αἰπύς.

English (Slater)

αἰπεινός
   1 steep
   a lit., αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν (P. 4.76) Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (N. 9.5)
   b met., difficult — σοφίαι μὲν αἰπειναί hard to reach (O. 9.108) τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι repugnant, distasteful (N. 5.32)

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Morfología: [fem. gen. plu. αἰπεινάων Opp.C.1.482]
1 alto, elevado κάρηνα Il.2.869, 20.58, Od.6.123, αἰθήρ B.9.34, ἄκρια A.R.1.520
de una isla escarpada Κερωσσός A.R.4.573
fig. σοφία Pi.O.9.108.
2 situado en un alto, construido en el monte de ciudades Ἴλιον Il.9.419, cf. 13.773, Καλυδών Il.13.217, 14.116, Κνίδος h.Ap.43, cf. h.Hom.34.2, A.Fr.284, S.Tr.858, Ἐρύκα Theoc.15.101, Ἐπίδαυρος IPr.268c.4 (II a.C.)
por hipálage de Delfos αἰπεινὰ ... μαντεῖα E.Io 739, σταθμοί Pi.P.4.76.
3 fig. imprudente λόγοι Pi.N.5.32.

Greek Monotonic

αἰπεινός: -ή, -όν (αἰπύς),
I. υψηλός, υπερήφανος, υπεροπτικός, σε Όμηρ.
II. μεταφ.·
1. καμωμένος βιαστικά, βιαστικός, απερίσκεπτοςαἰπεινοὶ λόγοι, σε Πίνδ.
2. αυτός που δύσκολα κατακτάται, κερδίζεται, σε Πίνδ., Ευρ.