ἁλιάετος

From LSJ
Revision as of 17:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιάετος Medium diacritics: ἁλιάετος Low diacritics: αλιάετος Capitals: ΑΛΙΑΕΤΟΣ
Transliteration A: haliáetos Transliteration B: haliaetos Transliteration C: aliaetos Beta Code: a(lia/etos

English (LSJ)

poet. ἁλι-αίετος, ὁ,

   A sea-eagle, prob. osprey, E.Fr.636, Ar. Av.891, Arist.HA619a4.

German (Pape)

[Seite 95] ὁ, Meeradler, H. A. 9, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιάετος: ποιητ. -αίετος, ὁ, ὁ «θαλασσαετός», Λατ. falco haliaëtus, Εὐρ. Ἀποσπ. 637, Ἀριστοφ. Ὄρ. 891, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9, 32.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
aigle de mer, balbuzard, oiseau.
Étymologie: ἅλς¹, ἀετός.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): frec. poét. ἁλιαίετος

• Prosodia: [ᾰ-]
orn. águila pescadora, Pandion haliaetus (L.) o bien pigargo, Haliaeetus albicilla (L.), Ar.Au.891, E.Fr.636.3, Arist.HA 593b23, 619a4, 620a2, Mir.835a1, LXX Le.11.13, Opp.H.1.425, D.P.Au.2.2, 15, Ant.Lib.11.9, Nonn.D.42.537.

Greek Monolingual

ο και αλιαίετος (Α ἁλιάετος και ἁλιαίετος)
πουλί τών ακτών και τών ποταμών, θαλασσαετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + ἀετός, αἰετός
η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. νεολατιν. haliaetus].

Greek Monotonic

ἁλιάετος: ποιητ. ἀλιαίετος, , θαλασσαετός, αλιάετος, αετός ο βουτηχτής, σε Αριστοφ.