ἀναθορυβέω
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
English (LSJ)
A cry out loudly, commonly in applause, ἀ. ὡς εὖ λέγοι Pl.Prt.334c, cf. X.An.5.1.3; ὡς εὖ εἰπόντος τινὸς ἀ. ib.6.1.30, cf. Pl. Smp.198a: abs., Euthd.276b.
German (Pape)
[Seite 188] auflärmen, seinen Beifall laut zu erkennen geben, ὡς εὖ λέγοι Plat. Prot. 334 c; Euthyd. 276 c; Xen. An. 5, 1, 3. 9, 30, ὡς εὖ εἰπόντος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθορῠβέω: ποιῶ θόρυβον, ἐκφράζω θορυβωδῶς τὴν ἐπιδοκιμασίαν μου. Λατ, acclamare, οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν, ὡς εὖ λέγοι Πλατ. Πρωτ. 334C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1. 3· ὡς εὖ εἰπόντως τινὸς ἀν. αὐτόθι 6. 1, 30, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 276Β. ΙΙ. μετ’ αίτ., ἐπιδοκιμάζω, χειροκροτῶ, αὐτόθι Συμπ. 198Α. 2) διαταράσσω, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
acclamer bruyamment, applaudir.
Étymologie: ἀνά, θορυβέω.
Spanish (DGE)
1 dar muestras de aprobación ruidosamente, aplaudir οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοι Pl.Prt.334c, cf. X.An.5.1.3, ὡς εὖ εἰπόντος τοῦ Ἀγασίου ἀνεθορύβησαν X.An.6.1.30, cf. Pl.Smp.198a
•abs. ἅμα ἀνεθορύβησάν τε καὶ ἐγέλασαν Pl.Euthd.276b.
2 c. ac. conmocionar, alterar μεγίστων τὴν Ἀσίαν ἀναθορυβησάντων διωγμῶν Eus.HE 4.15.1, cf. Hsch.
Greek Monotonic
ἀναθορῠβέω: μέλ. -ήσω,
I. κραυγάζω, εκφράζω δυνατά την επιδοκιμασία μου, σε Πλάτ., Ξεν.
II. με αιτ., επιδοκιμάζω, χειροκροτώ, σε Πλάτ.