ἀνακλαίω

From LSJ
Revision as of 18:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes

Sophocles, Antigone, 295-297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακλαίω Medium diacritics: ἀνακλαίω Low diacritics: ανακλαίω Capitals: ΑΝΑΚΛΑΙΩ
Transliteration A: anaklaíō Transliteration B: anaklaiō Transliteration C: anaklaio Beta Code: a)naklai/w

English (LSJ)

Att. ἀνακλάω, fut.

   A -κλαύσομαι Telecl.1 D.:—weep aloud, burst into tears, ἀνακλαύσας μέγα Hdt.3.14, cf. 66, D.C.Fr.18.10.    2 c. acc., weep for, κακὰ μέζω ἢ ὥστε ἀνακλαίειν Hdt.3.14: so in Med., ὑμῖν τάδ' . . ἀνακλαίομαι S.Ph.939; τὰς παρούσας ἀτυχίας ἀνακλαύσασθαι πρὸς ὑμᾶς Antipho 2.4.1.

German (Pape)

[Seite 192] (s. κλαίω), in Weinen ausbrechen, aor. ἀνακλαύσας, Her. 3, 14, 66; beweinen, 3, 14; θανόντα Theocr. 1, 72. Im med. klagen, ὑμῖν τάδε ἀνακλάομαι Soph. Phil. 927; πρός τινά τι ἀνακλαύσασθαι, Antiph. II, δ, 1; so oft im med., Dion. H.; Plut. Cat. min. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακλαίω: Ἀττ.-κλάω, μεγαλοφώνως ἀναβοῶ μετὰ κλαυθμοῦ καὶ δακρύων, ἀνακλαύσας μέγα Ἡρόδ. 3. 14, πρβλ. 66. 2) μετ’ αἰτιατ. κλαίω διά τι, μέζω κακὰ ἢ ὥστε ἀνακλαίειν Ἡρόδ. 3. 14· οὕτω καὶ ἐν μέσῃ φωνῇ, ὑμῖν τάδ’ ἀνακλάομαι Σοφ. Φ. 939· τὰς παρούσας ἀτυχίας ἀνακλ. πρὸς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 119. 24.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνέκλαυσα;
éclater en sanglots;
Moy. ἀνακλαίομαι exhaler sa douleur.
Étymologie: ἀνά, κλαίω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -κλάω
llorar, lamentar c. ac. int. ἀνακλαύσας μέγα Hdt.3.14, μεγάλα Telecl.5A, cf. Hdt.3.66, D.C.18.10
c. ac. compl. dir. τὸν τοῦ μνηστῆρος ἀνακλαίεις μόρον D.H.3.21.6
en v. med. c. ac. int. y dat. de pers. o πρός y ac. ὑμῖν τάδε ... ἀνακλαίομαι S.Ph.939, τὰς παρούσας ἀτυχίας ἀνακλαύσασθαι πρὸς ὑμᾶς Antipho 2.4.1, abs. Plu.2.566e.

Greek Monolingual

ἀνακλαίω (Α)
κλαίω γοερά, οδύρομαι, θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κλαίω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνακλαυθμός, ἀνάκλαυσις].

Greek Monotonic

ἀνακλαίω: Αττ. -κλάω, μέλ. -κλαύσομαι,
1. θρηνώ γοερώς, ξεσπώ σε κλάματα, σε Ηρόδ.
2. με αιτ., θρηνώ για, στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Σοφ.