ἀναπάσσω
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
A scatter or shed upon, χάριν τινί Pi.O.10(11).94.
German (Pape)
[Seite 200] darauf streuen, χάριν τινί, Einem eine Gefälligkeit erweisen, praes., Pind. Ol. 11, 98.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπάσσω: μέλλ. -άσω, ἐπιπάσσω, ἐπιχέω, γλυκύς τ’ αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν, ἐπιχέει, Πινδ. Ο. 10. (11)., 115 (94).
French (Bailly abrégé)
répandre sur.
Étymologie: ἀνά, πάσσω.
English (Slater)
ἀναπάσσω
1 scatter upon, met. τὶν δ' ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν (O. 10.94)
Spanish (DGE)
verter sobre τὶν δ' ἁδυεπής τε λύρα ... ἀναπάσσει χάριν Pi.O.10.94.
Greek Monotonic
ἀναπάσσω: μέλ. -πάσω [ᾰ], ραντίζω, ρίχνω, σκορπίζω, τί τινι, σε Πίνδ.