καλλίφθογγος

From LSJ
Revision as of 19:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐφθογγος Medium diacritics: καλλίφθογγος Low diacritics: καλλίφθογγος Capitals: ΚΑΛΛΙΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: kallíphthongos Transliteration B: kalliphthongos Transliteration C: kallifthoggos Beta Code: kalli/fqoggos

English (LSJ)

ον,

   A beautiful-sounding, ᾠδαί E.Ion169 (lyr.); ἱστοί Id.IT222 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1311] schön tönend; ᾠδαί Eur. Ion 169; κιθάρα Herc. Fur. 350; auch ἱστοί, I. T. 221.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίφθογγος: -ον, ὡραῖα ἠχῶν, κιθάρα, ᾠδὴ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 350, Ἴων. 169· ἱστοὶ ὁ αὐτ. Ι. Τ. 222.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau son, qui résonne agréablement.
Étymologie: καλός, φθέγγω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλλίφθογγος, -ον)
αυτός που βγάζει ωραίους φθόγγους, αυτός που ηχεί ωραία («τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)
+ -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. γλυκύ-φθογγος, οξύ-φθογγος].

Greek Monotonic

καλλίφθογγος: -ον (φθογγός), αυτός που ηχεί όμορφα, που ακούγεται ωραία, εύηχος, σε Ευρ.