Κάρ

From LSJ
Revision as of 19:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κάρ Medium diacritics: Κάρ Low diacritics: Καρ Capitals: ΚΑΡ
Transliteration A: Kár Transliteration B: Kar Transliteration C: Kar Beta Code: *ka/r

English (LSJ)

ο, gen. Κᾱρός, pl. Κᾶρες (contr. fr. Κᾰερ-), Carian, Il.2.867, etc.:—fem. Κάειρα [ᾰ] (q.v.): employed as mercenaries,

   A καὶ δὴ 'πίκουρος ὥστε Κὰρ κεκλήσομαι Archil.24, cf. Ephor.12 J.: hence prov., ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν (cf. run the risk with a Carian, spare the citizens by making use of mercenaries, experimentum facere in corpore vili), E.Cyc. 654, cf. Sch.Pl.La.187b, Euthd.285c; ἐν Καρὶ τὸν κίνδυνον . . πειρᾶσθαι Cratin.16, cf. Philem.18; δεῖ ἐν Καρὶ τὴν πεῖραν, οὐκ ἐν τῷ στρατηγῷ γίνεσθαι Plb.10.32.11; ἐν τῷ Καρὶ καὶ οὐκ ἐν τοῖς ἑαυτῶν σώμασι τὰς πείρας ποιούμενοι Aristid.1.163 J.    II v. Κήρ.

French (Bailly abrégé)

Καρός (ὁ) :
Carien, habitant de la Carie ; οἱ Κᾶρες, les Cariens.
Étymologie: cf. Καρία.

English (Autenrieth)

pl. Κᾶρες: the Carians, inhabitants of Caria in Asia Minor, Il. 2.867. (Il.)

English (Slater)

Κάρ, v. Κήρ.

Greek Monotonic

Κάρ: ὁ, γεν. Κᾱρός, πληθ. Κᾶρες, ο κάτοικος της Καρίας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· θηλ. Κάειρα[ᾰ], στο ίδ.· οι Κάρες μισθώνονταν ως μισθοφόροι και χρησιμοποιούνταν για να φυλάττουν την ζωή των πολιτών και των στρατιωτών· απ' όπου, ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν, όταν κάποιος βάζει κάποιον άλλο να κινδυνεύσει για χάρη του, για λογαριασμό του ή στην θέση του, δηλ. έναν Κάρα, Λατ. experimentum facere in corpore vili, σε Ευρ.