προσαποκτείνω

From LSJ
Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαποκτείνω Medium diacritics: προσαποκτείνω Low diacritics: προσαποκτείνω Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: prosapokteínō Transliteration B: prosapokteinō Transliteration C: prosapokteino Beta Code: prosapoktei/nw

English (LSJ)

   A kill besides, X.Cyr.5.3.6, Plu.Dio 58, Palaeph.31.

German (Pape)

[Seite 751] (s. κτείνω), noch dazu tödten; Xen. Cyr. 5, 3, 6; Plut. Dion. 58.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποκτείνω: ἀποκτείνω προσέτι, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 6, Πλουτ. Δίων 58.

French (Bailly abrégé)

tuer encore ou en outre.
Étymologie: πρός, ἀποκτείνω.

Greek Monolingual

Α
φονεύω και κάποιον άλλο ακόμη («οὐχ ὅτι ἀπέκτεινά σου τὸν ὑὸν μεταμέλει μοι, ἀλλ' ὅτι οὐ καὶ σὲ προσαπέκτεινα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποκτείνω «φονεύω, θανατώνω»].

Greek Monotonic

προσαποκτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω επιπλέον, σε Ξεν.