καλλίπαις
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
English (LSJ)
[ῐ], παιδος, ὁ, ἡ,
A with beautiful children, blessed with fair children, Λητώ Trag.Adesp.178; κ. πότμος A.Ag.762 (lyr.); κ. στέφανος E.HF839: also in Prose, Pl.Phdr.261a, Arist. ap. Ael.VH1.14, Aristid.Or.17(15).20. II beautiful child, Περσέφασσα κ. θεά E.Or. 964 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1310] παιδος, mit schönen Kindern; οἴκων εὐθυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί Aesch. Ag. 740; καλλίπαις στέφανος, der Kranz schöner Kinder, Eur. Herc. Fur. 839; bei Plat. Phaedr. 261 a heißt Phädrus so, als Vater schöner Reden; – Νερτέρων καλλίπαις θεά, schönes Kind, Eur. Or. 962.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραῖα τέκνα, εἰ μή σε Λητὼ καλλίπαις ἐγίνατο Τραγ. παρὰ Γαλην. 11. 483· καλ. πότμος Αἰσχύλ. Ἀγ. 762· καλ. στέφανος = στέφανος τῶν παίδων, Εὐρ, Ἡρ. Μαιν. 839· ὡσαύτως παρὰ πεζολόγοις, Πλάτ. Φαῖδρ. 261Α, Ἀριστ. παρὰ Αἰλ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 1. 14, Ἀριστείδ. 1. 235. ΙΙ. ὡραῖον τέκνον, Εὐρ. Ὀρ. 964· καλλι-, ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
παιδος (ὁ, ἡ)
qui a de beaux enfants.
Étymologie: καλός, παῖς.
Greek Monolingual
καλλίπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραία παιδιά («καλλίπαις Λητώ»)
2. ωραίο παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -παις (< παῖς), πρβλ. αρρενό-παις, ελευθερό-παις].
Greek Monotonic
καλλίπαις: -παιδος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που έχει ωραία παιδιά, αυτός που έχει την ευτυχία της απόκτησης ευγενικών, καλών παιδιών, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. όμορφος, ευγενικός απόγονος, σε Ευρ.· βλ. καλλι-.