θειασμός

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειασμός Medium diacritics: θειασμός Low diacritics: θειασμός Capitals: ΘΕΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: theiasmós Transliteration B: theiasmos Transliteration C: theiasmos Beta Code: qeiasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A superstition, ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, of Nicias, Th.7.50.    II inspiration, frenzy, θειασμοῖς κάτοχοι γυναῖκες D.H.7.68; θειασμοῦ [ἐπιρρήματα], such as εὐοἵ, D.T.642.17.

German (Pape)

[Seite 1191] ὁ, Begeisterung, Prophezeihung in der Begeisterung, Sp., wie D. Hal. 7, 68. Bes. Aberglaube; vom Nicias heißt es, er sei ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, Thuc. 7, 50; vgl. Plut. de Herod. malign. 2 Nic. 4.

Greek (Liddell-Scott)

θειασμός: ἔμπνευσις θεία, ἐνθουσιασμός, μαντεία, ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, ἐπὶ τοῦ Νικίου, Θουκ. 7. 50, πρβλ. 86· θειασμοῖς κάτοχοι γυναῖκες Διον. Ἁλ. 7. 68.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
superstition.
Étymologie: θειάζω.

Greek Monolingual

θειασμός, ὁ (Α) θειάζω
1. δεισιδαιμονία
2. θεία έμπνευση, ενθουσιασμός και, κατ' επέκταση, μαντεία.

Greek Monotonic

θειασμός: -οῦ, ὁ, θεία έμπνευση, μαντεία, σε Θουκ.