ψευδοδιδάσκαλος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A false teacher, 2 EP.Petr.2.1.
German (Pape)
[Seite 1394] ὁ, falscher Lehrer, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοδῐδάσκαλος: ὁ, ψευδὴς διδάσκαλος, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 1, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 390C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
faux maître, faux docteur.
Étymologie: ψευδής, διδάσκαλος.
English (Strong)
from ψευδής and διδάσκαλος; a spurious teacher, i.e. propagator of erroneous Christian doctrine: false teacher.
English (Thayer)
ψευδοδιδασκαλου, ὁ (ψευδής and διδάσκαλος), a false teacher: 2 Peter 2:1.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
δόλιος δάσκαλος, άτομο που σκόπιμα εμφανίζει το ψέμα σαν αλήθεια («ψευδοπροφῆται... καὶ ψευδοδιδάσκαλοι», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + διδάσκαλος.
Greek Monotonic
ψευδοδῐδάσκᾰλος: ὁ, ψευδής διδάσκαλος, σε Καινή Διαθήκη