ζευγηλάτης
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A the driver of a yoke of oxen, teamster, S.Fr.616, X.An.6.1.8, PFay.112.6 (i A.D.), Dialex.7.2: pl., D.S.31.24:—a fem. ζευγηλ-ᾰτρίς, ίδος, S.Fr.878.
Greek (Liddell-Scott)
ζευγηλάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐλαύνων ἢ ὁδηγῶν ζεῦγος βοῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 545, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 8· - θηλ. ζευγηλᾰτρίς, ίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 883.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
conducteur d’une attelage de chevaux ou de bœufs.
Étymologie: ζεῦγος, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς)
βλ. ζευγολάτης.
Greek Monotonic
ζευγηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί ζεύγος βοδιών για να οργώσει τη γη, ζευγολάτης, σε Ξεν.