λήθαιος

From LSJ
Revision as of 21:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήθαιος Medium diacritics: λήθαιος Low diacritics: λήθαιος Capitals: ΛΗΘΑΙΟΣ
Transliteration A: lḗthaios Transliteration B: lēthaios Transliteration C: lithaios Beta Code: lh/qaios

English (LSJ)

or ληθαῖος, α, ον, (λήθη)

   A of or causing forgetfulness, πτερόν, of Sleep, Call.Del.234; σκότος Lyc.1127, etc.    2 of persons, oblivious, opp. ἔμφρων, S.E.M.7.129.    II of or from Lethe, ἄκατος AP9.279 (Bass.); v.λήθη 11.    III λ. λίθος, = μελιτίτης λ., Ps.-Dsc.476 ed. Sarac.

Greek (Liddell-Scott)

λήθαιος: ἢ ληθαῖος, α, ον, (λήθη) ἀνήκων εἰς τὴν λήθην ἢ ἐμποιῶν λήθην, ἐπίληθος, ἐπιληστικός, λησμονητικός, ληθαῖον ὕπνου πτερόν, τὸ λήθην τῶν κακῶν ἐμποιοῦν, Καλλ. εἰς Δῆλ: 234· σκότος Λυκόφρ. 1127· πόμα Συνέσ. κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ἐπιλήσμων, ἐναντίον τοῦ ἔμφρων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 129· ΙΙ. ἐκ τῆς Λήθης, ἄκατος Ἀνθ. Π. 9. 279· ἴδε λήθη ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui fait oublier;
2 qui oublie facilement.
Étymologie: λήθη.

Greek Monolingual

λήθαιος, -αία, -ον και ληθαῑος, -αία, -ον (Α) λήθη
1. αυτός που επιφέρει λήθη ή αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λήθη («λήθαιον σκότος», Λυκόφρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που λησμονεί, ο επιλήσμων
3. αυτός που προέρχεται από τη Λήθη, περιοχή του κάτω κόσμου
4. φρ. «λήθαιος λίθος» — πολύτιμος λίθος ο οποίος θεωρούνταν ότι επέφερε λήθη, ο μελιτίτης λίθος.

Greek Monotonic

λήθαιος: ή ληθαῖος, -α, -ον (Λήθη), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Λήθη, σε Ανθ.