ἀρχικυβερνήτης

From LSJ
Revision as of 21:43, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχικῠβερνήτης Medium diacritics: ἀρχικυβερνήτης Low diacritics: αρχικυβερνήτης Capitals: ΑΡΧΙΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ
Transliteration A: archikybernḗtēs Transliteration B: archikybernētēs Transliteration C: archikyvernitis Beta Code: a)rxikubernh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A chiefpilot, Str.15.1.28, Plu.Alex.66, PGrenf. 2.80.8 (v A. D.).

German (Pape)

[Seite 366] Obersteuermann, Strab.; Plut. Alex. 66 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχικῠβερνήτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνώτατος κυβερνήτης, ἀρχικυβερνήτης ὢν τοῦ παντὸς στόλου Διόδ. 20. 50, Στράβ. 698, Πλουτ. Ἀλέξ. 66.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pilote-chef, chef général de la timonerie ou ingénieur du bord.
Étymologie: ἄρχω, κυβερνήτης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ piloto oficial de la nave de Alejandro Magno, ref. al navegante Onesícrito, Plu.Alex.66, tal vez irón., por sus fabulosas historias, Str.15.1.28, de Timóstenes Rodio, piloto oficial de Ptolomeo II, Marcian.Proëm.2
de otros jefe de pilotos ἀ. τοῦ σύμπαντος στόλου D.S.20.50, cf. PGrenf.2.80.8 (V d.C.).

Greek Monolingual

ἀρχικυβερνήτης, ο (Α)
ο πρώτος ανάμεσα στους κυβερνήτες, ο αρχηγός του στόλου ή μοίρας.

Greek Monotonic

ἀρχικῠβερνήτης: -οῦ, ὁ, ανώτατος κυβερνήτης, σε Πλούτ.