ἀρτιμαθής
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ές,
A having just learnt, κακῶν E.Hec.687; λογικῆς θεωρίας Gal.11.466: abs., beginner, Sor.1.4, cf. Longus 3.20.
German (Pape)
[Seite 362] ές, der eben erst gelernt, erfahren hat, κακῶν Eur. Hec. 686; Longin.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιμᾰθής: -ές, ὁ ἄρτι μαθών τι, ἀρτιμαθὴς κακῶν Εὐρ. Ἐκ. 687· ἀπολ., Λόγγ. 3. 20.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui vient d’apprendre, gén..
Étymologie: ἄρτι, μανθάνω.
Spanish (DGE)
(ἀρτῐμᾰθής) -ές
1 recién aprendido νόμος E.Hec.687, σελίδες SEG 28.541.16 (Macedonia, heleníst.).
2 de pers. principiante A.D.Synt.29.4, cf. Longus 3.20, Sor.5.6
•c. gen. λογικῆς θεωρίας Gal.11.466
•poco instruido Didym.Gen.246.5.
Greek Monolingual
ἀρτιμαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έμαθε κάτι πριν λίγο
2. ο πρωτάρης, αυτός που μαθαίνει κάτι για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -μαθής < μανθάνω.
Greek Monotonic
ἀρτιμᾰθής: -ές (μαθεῖν), αυτός που μόλις έχει μάθει κάτι, με γεν., σε Ευρ.