ἀσκαλαβώτης

From LSJ
Revision as of 21:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκᾰλᾰβώτης Medium diacritics: ἀσκαλαβώτης Low diacritics: ασκαλαβώτης Capitals: ΑΣΚΑΛΑΒΩΤΗΣ
Transliteration A: askalabṓtēs Transliteration B: askalabōtēs Transliteration C: askalavotis Beta Code: a)skalabw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A spotted lizard, gecko, Platydactylus mauretanicus, Ar.Nu.170, Arist.HA538a27, 607a27; cf. σκαλαβώτης, καλαβώτης.

German (Pape)

[Seite 370] ὁ, dasselbe, Ar. Nubb. 171; Arist. H. A. 12, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκᾰλᾰβώτης: -ου, ὁ, = γαλεώτης, ἡ κατάστικτος σαύρα, Λατ. stellio· πρῴην δέ γε γνώμην μεγάλην ἀφῃρέθη ὑπ’ ἀσκαλαβώτου, «ἑκατέρως λέγεται καὶ ἀσκαλαβώτης καὶ γαλεώτης» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 170, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 11, 9., 8. 29, 4, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lézard moucheté, animal, gecko (Platydactylus mauretanicus) AR.
Étymologie: DELG ? ; pê terme égéen.

Spanish (DGE)

(ἀσκᾰλᾰβώτης) -ου, ὁ zool. salamanquesa Ar.Nu.170, Arist.HA 538a27, 599a31, 607a27, Plin.HN 29.90, Philum.Ven.13 tít., 14.9, Ael.NA 6.22, Gp.13.9.7.

Greek Monolingual

ἀσκαλαβώτης, ο (Α)
η κατάστικτη σαύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο παρεκτεταμένος τ. ασκαλαβώτης θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί παράγωγο του ασκάλαβος (πρβλ. γαλεώτης: γαλεός), αν δεν μαρτυρείτο σε προγενέστερη από αυτό περίοδο. Πρόκειται για λέξεις άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια αιγαιακής προελεύσεως. Όσον αφορά στο επίθημα -βος, με το οποίο σχηματίζονται αρκετά ονόματα ζώων (πρβλ. κάραβος) και που υποστηρίζεται ότι αποτελεί παραλλαγή του -φος (πρβλ. ασκάλαφος), είναι δυνατόν να οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση ή και να χαρακτηρίζει λέξεις που δεν εμφανίζουν ΙΕ. δομή].

Greek Monotonic

ἀσκᾰλᾰβώτης: -ου, ὁ, κατάστικτη, πιτσιλωτή σαύρα, Λατ. stellio, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).