δηγμός

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηγμός Medium diacritics: δηγμός Low diacritics: δηγμός Capitals: ΔΗΓΜΟΣ
Transliteration A: dēgmós Transliteration B: dēgmos Transliteration C: digmos Beta Code: dhgmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bite, sting, μυίας Chrysipp.Stoic.3.51.    2 gnawing pain, Hp.Coac.626, Thphr.HP4.4.5; of mental suffering, Stoic.3.107, Phld.Mort.25,35, Lib.p.48O., Ph.1.212 (pl.); of a speech, δ. προσάγειν Plu.2.69a, cf. Alc.4: in pl., painful operations, Id.Per.15.

German (Pape)

[Seite 558] ὁ, das Beißen, bes. Leibschmerzen, Hippocr., Theophr.; übertr., δηγμὸν ἔχειν, φέρειν τινί, jemand verletzen, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δηγμός: ὁ, ἡ πρᾶξις τοῦ δάκνειν, πόνος ὀξύς, δηκτικός, «κόψιμον», Ἱππ. 221Ε, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 4. 4, 5. 2) μεταφ., ἐπὶ λόγου δηκτικοῦ, δ. ἔχειν Πλούτ. 2. 68Ε ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. δηκτικὰ μέσα ἢ καυστικά, ὁ αὐτ. Περικλ. 15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
morsure ; parole mordante.
Étymologie: δάκνω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): δηχμός Nic.Al.119; δαγμός Ruf.Fr.64.20
I 1mordisco, acción de morder κόνιν δηγμοῖσι δεδραγμένοι aferrándose al polvo a mordiscos Q.S.1.350 (cj.), cf. Gal.12.874.
2 mordedura, picadura μυίας Chrysipp.Stoic.3.51, ἑρπετῶν Dsc.5.6.10, cf. D.S.3.23, Vett.Val.100.22.
3 sensación de mordisco o picadura αἱ ... πλαδόωντι ποτῷ ἐπὶ χείλεσι δηχμὸν τεύχουσιν éstas, en infusión floja, producen en los labios la sensación de un mordisco Nic.l.c.
de donde gener. dolor punzante δ. ἐς τὸ σῶμα ἐμπίπτει Hp.Int.24, τρομωδέα σὺν δηγμῷ Hp.Coac.626, cf. Morb.3.7, Acut.(Sp.).51, Damocr. en Gal.13.352, στομάχου δ. Dsc.1.69, Erot.47.18, κύστεως Dsc.2.50, ἐντέρων καὶ κοιλίας Archig.15.24B., cf. 16.3, Thphr.HP 4.4.5, Ruf.l.c., Hippiatr.33.5, οἱ ἀπὸ τῶν θανασίμων φαρμάκων δηγμοί los dolores producidos por venenos mortales Dsc.2.70.5
comezón, irritación Hp.Int.47, Alim.16
plu. medios de curación dolorosos Plu.Per.15.
II fig.
1 mordedura, compunción, gran inquietud ὅταν ... ἀντὶ λύπης καὶ φόβου δηγμοὺς ... λέγωσι Chrysipp.Stoic.3.107, cf. Phld.Mort.25.8, Lib.8bis.11, Ph.1.212, δηγμοῦ δεομένοις καὶ κολάσεως a los que precisan la mordedura de un castigo Plu.2.553a, τῷ Κάτωνι τὸ πρᾶγμα δηγμὸν ἤνεγκεν Plu.Cat.Mi.38, ἀθυμίαι καὶ δηγμοί Iambl.VP 111, μελαγχολίας δ. Posidon.154.15, λύπη δ. καρδίας la tristeza es una mordedura en el corazón Gr.Naz.M.37.950A
comezón provocada por el placer Ph.1.81, por el remordimiento οὐδὲ δηγμὸν οὐδὲ μετάνοιαν Plu.2.1092e, cf. 56a, 126f, 810c, producida por el aprendizaje y práctica de la filosofía, Plu.2.47a.
2 mordacidad λόγων βάρος ἐχόντων καὶ δηγμόν discursos graves y mordaces Plu.2.68f, δηγμὸν ... προάγειν Plu.2.69a, cf. 795b, Alc.4.

Greek Monolingual

δηγμός, ο (Α) δάκνω
1. το δήγμα, το δάγκωμα
2. έντονος, δυνατός πόνος («ἐν τῆ κοιλίᾳ δηγμὸν ποιεῑ καὶ δυσεντερίαν», Θεόφρ.)
3. πνευματική θλίψη, ψυχικό πλήγμα («ὁ γὰρ ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν δηγμὸς αἱμάσσει τὴν μνήμην», Πλούτ.)
4. (για τον λόγο) ο δηκτικός λόγος, το πείραγμα («ὁ δὲ παρρησίαν καἰ δηγμὀν ἀνθρώπῳ δυστυχοῡντι προσάγων», Πλούτ.)
5. στον πληθ. δηκτικά μέσα ή καυστικά φάρμακα.

Greek Monotonic

δηγμός: ὁ (δάκνω), ενέργεια του τσιμπήματος, δάγκωμα· στον πληθ., καυστικά, δηκτικά μέσα, σε Πλούτ.