εἰσπνήλας
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
or εἴσπνηλος, ου, ὁ,
A louer (cf. foreg. II), Call. Fr.169, Theoc.12.13.
German (Pape)
[Seite 745] ὁ, lakon., der Liebhaber eines Knaben, Callim. fr. 169.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
soupirant, amoureux à Lacédémone.
Étymologie: εἰς, πνέω.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): εἴσπνηλος Theoc.12.13
‘inspirador’ término lacon. para designar al amante, enamorado homosexual masc., Call.Fr.68, Theoc.l.c., Et.Gen.α 282, cf. εἰσπνέω I 3.
Greek Monotonic
εἰσπνήλας: ὁ, αυτός που εμπνέει έρωτα, εραστής, σε Θεόκρ.