ἐνιπλήσσω

From LSJ
Revision as of 22:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνιπλήσσω Medium diacritics: ἐνιπλήσσω Low diacritics: ενιπλήσσω Capitals: ΕΝΙΠΛΗΣΣΩ
Transliteration A: eniplḗssō Transliteration B: eniplēssō Transliteration C: eniplisso Beta Code: e)niplh/ssw

English (LSJ)

Ep. for ἐμπλήσσω.

German (Pape)

[Seite 845] u. ähnl., p. = ἐμπλήσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιπλήσσω: Ἐπικ. ἀντὶ ἐμπλήσσω.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἐμπλήσσω.

English (Autenrieth)

aor. subj. ἐνιπλήξω: intrans., dash into, rush into; τάφρῳ, ἕρκει, Μ , Od. 22.469.

Greek Monolingual

ἐνιπλήσσω (Α) (επικ. τ. του ἐμπλήσσω)
1. πέφτω μέσα, εμπίπτω («καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ» — και πέσουμε μέσα στη σκαμμένη τάφρο, Ομ. Ιλ.)
2. πλήττω, χτυπώ
3. επιτίθεμαι, εφορμώ
4. (κατά τον Ησύχ.) «ενιπλήξαντες, ενιπληξάμενοι
εμπελάσαντες, πλησιάσαντες».

Greek Monotonic

ἐνιπλήσσω: Επικ. αντί ἐμ-πλήσσω.