ἐπίβασις

From LSJ
Revision as of 22:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίβᾰσις Medium diacritics: ἐπίβασις Low diacritics: επίβασις Capitals: ΕΠΙΒΑΣΙΣ
Transliteration A: epíbasis Transliteration B: epibasis Transliteration C: epivasis Beta Code: e)pi/basis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A stepping upon, ἐς τὴν ναῦν Luc.Nav.12; advent, Annuario 6/7.417 (Phaselis); αἱ ἐ. τῆς θαλάσσης risings . ., Plb.34.9.6.    2. means of approach, access, ἔχειν ἐ. IG7.167 (Megara); τοῦ νοητοῦ -σεις Plot.6.7.36; ἐ. τοῦ ἐραστοῦ Them.Or.13.163d: hence concretely, rungs, steps, Pl.R.511b(pl.).    3. ἔς τινα ποιεῖσθαι ἐ. make a handle against, a means of attacking one, Hdt.6.61; ἐ. τι τίθεσθαι εἴς τι App.BC1.37; attack, Luc.Hist.Conscr.49; ἀμφισβητούμενον ἢ ἐπίβασιν ἔχον liable to be impugned, IG22.1051a14.    4. getting on one's feet, of a child beginning to walk, Sor.1.114; esp. in recovery after a broken leg, Hp. Fract.18 (pl.); τῇ ἐ. χρῆσθαι Id.Art.58; foothold, in snow, Plb.3.54.5.    5. resting of one thing on another, e.g. of a bone, Hp.Art.51.    6. Rhet., κατ' ἐπίβασιν by gradation, Longin.11.1.    7. that on which one stands, Ph.1.125,332.    8. entry into office, PLond.3.1170.3 (iii A.D.).    II. of the male, covering, Plu.2.754a(pl.).

German (Pape)

[Seite 928] ἡ, das Hinaufsteigen; χάρακος D. Hal. 5, 41; ὄνων, Bespringen, Plut. Amator. c. 9 m.; das Heranrücken, der Angriff, Luc.; vom Meere, Ueberschwemmung, Pol. 34, 9, 6; – übertr., καὶ ὁρμαί Plat. Rep. VI, 511 b; ἐπίβασιν εἴς τινα ποιεῖσθαι, Veranlassung, Her. 6, 61; – das Darauftreten, τῆς χιόνος ἄδηλον ποιούσης τὴν ἐπίβασιν Pol. 3, 54, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίβᾰσις: -εως, ἡ, (ἐπιβαίνω) τὸ πατεῖν ἐπί τινος, πάτημα, τῆς δὲ χιόνος ἄδηλον ποιούσης ἑκάστοις τὴν ἐπίβασιν Πολύβ. 3. 54, 5· κατὰ τὰς ἐπιβάσεις τῆς θαλάσσης, τὰς πλημμυρίδας..., ὁ αὐτ. 34. 9, 6. 2) μεταβ., μέσον προσεγγίσεως, Πλάτ. Πολ. 511Β· ἔχειν ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1098b. 3) μέσον, λαβὴ ἢ βάσις ἐπιβουλῆς, κοινῶς «πάτημα», διὰ πρήγμα τοιόνδε ἐπίβασιν ἐς αὐτὸν ποιεύμενος Ἡρόδ. 6. 61· ἐπ. τίθεσθαι εἴς τί Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 37· προσβολή, ἐφόρμησις, Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· πρβλ. ἐπιβάθρα, ἐπιβατεύω. 4) τὸ ἐγείρεσθαι εἰς τοὺς πόδας πάλιν, ἀνάρρωσις ἐκ κατάγματος τοῦ ποδός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 764· τῇ ἐπ. χρῶμαι, περιπατῶ στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ ποδός, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 824. 5) ἡ ἐπιστήριξις πράγματός τινος ἐπὶ ἕτερον, π. χ. ἐπὶ ὀστοῦ, αὐτόθι 816. 6) ἐν τῇ Ρητορικῇ, κατ’ ἐπίβασιν, κατὰ βαθμούς, βαθμηδόν, Λογγῖν. 11. 1. ΙΙ ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ὀχεύειν, βατεύειν, Λάτ. coïtus, Πλούτ. 2. 754Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de marcher vers ou contre, attaque;
2 moyen d’approcher de, accès ; particul. moyen d’attaquer;
3 action de marcher sur;
4 action de monter sur, de saillir.
Étymologie: ἐπιβαίνω.

Greek Monotonic

ἐπίβᾰσις: -εως, ἡ (ἐπιβαίνω), ανάβαση, πλησίασμα· μέσο προσέγγισης, προσπέλαση, μπάσιμο, σε Πλάτ.· εἴς τινα ποιεῖσθαι ἐπ., βρίσκω τρόπο επιθέσεως εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.