εὐτεχνία

From LSJ
Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτεχνία Medium diacritics: εὐτεχνία Low diacritics: ευτεχνία Capitals: ΕΥΤΕΧΝΙΑ
Transliteration A: eutechnía Transliteration B: eutechnia Transliteration C: eftechnia Beta Code: eu)texni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A skill in art, Str.1.2.33, D.H.Dem.35, Luc.Herm.20, APl.4.142.6.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτεχνία: ἡ, ἐμπειρία ἐν τῇ τέχνῃ, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 34, Λουκ. Ἑρμότ. 20, Ἀνθ. Πλαν. 5. 142.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habileté, industrie ; savoir en gén.
Étymologie: εὔτεχνος.

Greek Monolingual

εὐτεχνία, ἡ (ΑΜ) εύτεχνος
1. η εμπειρία, η γνώση, η επιστήμη στην τέχνη
2. (κατά τον Ησύχ.) «σοφία, σύνεσις».

Greek Monotonic

εὐτεχνία: ἡ, ικανότητα στην τέχνη, μαστοριά, σε Λουκ., Ανθ.