ζημιώδης

From LSJ
Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζημιώδης Medium diacritics: ζημιώδης Low diacritics: ζημιώδης Capitals: ΖΗΜΙΩΔΗΣ
Transliteration A: zēmiṓdēs Transliteration B: zēmiōdēs Transliteration C: zimiodis Beta Code: zhmiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A causing loss, ruinous, Id.Cra.417d, Lg.650a, X.Mem.3.4.11. Adv. -δῶς, censured by Poll.8.147.

German (Pape)

[Seite 1139] ες, Nachtheil bringend, Xen. Mem. 3, 4, 11; μισθός Plat. Legg. I, 650 a; = βλαβερός, Crat. 417 d u. A. – Adv., Poll. 8, 147.

Greek (Liddell-Scott)

ζημιώδης: -ες, (εἶδος) πρόξενος ζημίας, ἐπιζήμιος, βλαβερός, Πλάτ. Κρατ. 417D, Νόμ. 650Α, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀποδοκιμαζόμενον ὡς δίσφθεγκτον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Η΄, 147.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
dommageable, ruineux.
Étymologie: ζημία, -ωδης.

Greek Monolingual

ζημιώδης, -ῶδες (Α) ζημία
αυτός που προξενεί ζημιές, ο επιζήμιος.
επίρρ...
ζημιωδῶς (Α)
με βλαβερό τρόπο, επιζήμια.

Greek Monotonic

ζημιώδης: -ες (εἶδος), αυτός που προκαλεί απώλεια ή ζημία, επιζήμιος, βλαβερός, επιβλαβής, σε Ξεν.