ζωογράφος

From LSJ
Revision as of 23:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωογράφος Medium diacritics: ζωογράφος Low diacritics: ζωογράφος Capitals: ΖΩΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: zōográphos Transliteration B: zōographos Transliteration C: zoografos Beta Code: zwogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, poet. for ζωγρ-, Theoc.15.81 (

   A v.l. ζῳο-).

Greek (Liddell-Scott)

ζωογράφος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ζωγράφος, Θεόκρ. 15. 81.

Greek Monolingual

-ο (Α ζωογράφος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ο ζωογράφος
α) ο ζωγράφος ζώων, αυτός που ασχολείται με τη ζωογραφία, την απεικόνιση ζώων
β) ο ζωολόγος που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή τών ζώων, με τη ζωογραφία (2)
αρχ.
μτγν. τ. αντί ζωγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(ΙΙ) + -γράφος (< γράφω), πρβλ. κακο-γράφος, ορθο-γράφος.

Greek Monotonic

ζωογράφος: -ον, ποιητ. αντί ζω-γράφος.