ἰσορροπία

From LSJ
Revision as of 23:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσορροπία Medium diacritics: ἰσορροπία Low diacritics: ισορροπία Capitals: ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
Transliteration A: isorropía Transliteration B: isorropia Transliteration C: isorropia Beta Code: i)sorropi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A equipoise, equilibrium, Pl.Phd. 109a: metaph., ἰ. τοῦ χρόνου Agath.4.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσορροπία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ἴσην ῥοπὴν ἢ κλίσιν πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, Πλάτ. Φαίδ. 109Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
équilibre.
Étymologie: ἰσόρροπος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσορροπία) ισόρροπος
η κατάσταση δυνάμεων ίσης και αντίθετης ροπής, επομένως δυνάμεων που εξουδετερώνονται αμοιβαία («ισορροπία έλξης και αντίστασης»)
νεοελλ.
1. η κατάσταση του σώματος στο οποίο ενεργούν δυνάμεις που εξουδετερώνονται μοιβαία («ισορροπία ζυγού»)
2. η στάση του σώματος με στήριξη στο ένα πόδι, στα χέρια ή στο κεφάλι
3. ισότητα δύο ή περισσότερων αντίθετων τάσεων ή ομοειδών ποσοτήτων (α. «ισορροπία πολιτική» β. «ισορροπία οικονομική»)
4. φρ. «ισορροπία διανοητική» — υγιής διανοητική κατάσταση.

Greek Monotonic

ἰσορροπία: ἡ, ισορροπία, ζύγιασμα, σε Πλάτ.