καταρρακόω

From LSJ
Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρᾰκόω Medium diacritics: καταρρακόω Low diacritics: καταρρακόω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΑΚΟΩ
Transliteration A: katarrakóō Transliteration B: katarrakoō Transliteration C: katarrakoo Beta Code: katarrako/w

English (LSJ)

   A tear into shreds: pf. part. Pass. κατερρακωμένος in rags, S.Tr.1103.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρᾰκόω: κατακόπτω, σχίζω, εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, ἄναρθρος κ. Σοφ. Τρ. 1103.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mettre en lambeaux, déchirer.
Étymologie: κατά, ῥακόω.

Greek Monotonic

καταρρᾰκόω: σχίζω σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. κατερρακωμένος, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ.