καταστίλβω

From LSJ
Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστίλβω Medium diacritics: καταστίλβω Low diacritics: καταστίλβω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΙΛΒΩ
Transliteration A: katastílbō Transliteration B: katastilbō Transliteration C: katastilvo Beta Code: katasti/lbw

English (LSJ)

   A send beaming forth, σέλας h.Mart.10.    2 irradiate, πάντα AP12.254 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1382] herabstrahlen, herableuchten lassen, ὑψόθεν σέλας H. h. Mart. 10; darauf, dagegen strahlen, schimmern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταστίλβω: καταυγάζω, ἐκπέμπω λαμπρόν, στιλπνόν, ἀκτινοβόλον φῶς, σέλας Ὁμ. Ὕμ. 7. 10. ΙΙ. ἀμετβ., ἀκτινοβολῶ λαμπρῶς, Ἀνθ. Π. 12. 254.

French (Bailly abrégé)

1 faire briller;
2 illuminer.
Étymologie: κατά, στίλβω.

Greek Monolingual

καταστίλβω (Α)
εκπέμπω φως στιλπνό, δηλ. λαμπρό, καταλάμπω, καταυγάζω, ακτινοβολώ.

Greek Monotonic

καταστίλβω: μέλ. -ψω,
I. στέλνω λάμψη, καταυγάζω, ακτινοβολώ, σέλας, σε Όμηρ.
II. αμτβ., ακτινοβολώ δυνατά, σε Ανθ.