κατάχαρμα

From LSJ
Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχαρμα Medium diacritics: κατάχαρμα Low diacritics: κατάχαρμα Capitals: ΚΑΤΑΧΑΡΜΑ
Transliteration A: katácharma Transliteration B: katacharma Transliteration C: katacharma Beta Code: kata/xarma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mockery, ἐχθροῖς Thgn.1107.

German (Pape)

[Seite 1390] τό, Schadenfreude, ἐχθροῖς, den Feinden ein Gegenstand schadenfrohes Hohns, Theogn. 1103.

Greek (Liddell-Scott)

κατάχαρμα: τό, ἀντικείμενον χαρᾶς, περίγελως, Λατ. ludibrium, ἐχθροῖς, ἐφ’ ᾧ καταχαίρουσιν οἱ ἐχθροί, Θέογν. 1107.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sujet de joie ; en mauv. part jouet de, objet de moquerie.
Étymologie: καταχαίρω.

Greek Monolingual

κατάχαρμα, τὸ (Α) καταχαίρω
1. πράγμα ή πράξη που προκαλεί χαρά
2. άνθρωπος ή πράγμα που προκαλεί σκωπτικό γέλιο, περίγελος.

Greek Monotonic

κατάχαρμα: -ατος, τό (καταχαίρω), αντικείμενο κοροϊδίας, περίγελως, σε Θέογν.